Οι ορμόνες είναι χημικές ενώσεις που παράγονται από τους ενδοκρινείς αδένες και μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και περνάει σε όλα τα όργανα-στόχους, εξασφαλίζοντας τη σωστή λειτουργία τους και των ιστών τους . Οι ορμόνες είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού. Η ορμονική έκκριση ρυθμίζεται τόσο από αρνητικούς, όσο και από θετικούς μηχανισμούς ανατροφοδότησης.

Ως χημικά μόρια μπορούν επίσης να καταταγούν με βάση τη χημική τους δομή οπότε και χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

  1. Στεροειδείς ορμόνες (π.χ. αλδοστερόνη, κορτιζόλη και οι ορμόνες του φύλλου)
  2. Πεπτιδικές ορμόνες (π.χ. γλυκαγόνη, ινσουλίνη)
  3. Ορμόνες που προέρχονται από αμινοξέα (π.χ. επινεφρίνη, αδρεναλίνη, θυροξίνη)

Οι ορμόνες μας είναι υπεύθυνες

  • για την αύξηση του σώματος
  • για την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του φύλου
  • για την αναπαραγωγή
  • για την σωστή αντίδραση του οργανισμού στο στρες ή στον τραυματισμό
  • για τη ρύθμιση του μεταβολισμού των θρεπτικών συστατικών
  • για τα επίπεδα ενέργειας του οργανισμού
  • για την εξασφάλιση της υγείας του μυοσκελετικού μας συστήματος

Ειδικά για τις γυναίκες, όμως, ο ρόλος τους έχει αυξημένη βαρύτητα. Κάποιες από τις βασικές γυναικείες ορμόνες είναι οι παράτω:

  1. Οιστρογόνα

Στις γυναίκες, τα οιστρογόνα παράγονται στις ωοθήκες και είναι υπεύθυνα για λειτουργίες όπως η ωορρηξία, η έμμηνος ρύση, η ανάπτυξη του μαστού και η αύξηση της πυκνότητας των οστών και των χόνδρων.

Η υπερβολική ποσότητα οιστρογόνων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου και συνδέεται με συμπτώματα όπως κατάθλιψη, αύξηση βάρους, δυσκολία στον ύπνο, πονοκεφάλους, χαμηλή σεξουαλική ορμή, άγχος και προβλήματα εμμήνου ρύσεως.

Τα πολύ λίγα οιστρογόνα συνδέονται με οστεοπόρωση, προβλήματα εμμήνου ρύσεως, προβλήματα γονιμότητας και διαταραχές της διάθεσης. Ενώ τα επίπεδα των οιστρογόνων φυσικά μειώνονται με την ηλικία μέχρι την εμμηνόπαυση, ορισμένες παθήσεις μπορεί να προκαλέσουν χαμηλά οιστρογόνα σε γυναίκες που δεν είναι ακόμη στην εμμηνόπαυση.

  1. Προγεστερόνη

Ένας άλλος τύπος ορμόνης που σχετίζεται με το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα είναι η προγεστερόνη. Όπως τα οιστρογόνα, η προγεστερόνη παίζει βασικό ρόλο στον εμμηνορροϊκό κύκλο. Βοηθά στην προετοιμασία της μήτρας για εγκυμοσύνη και είναι σημαντικός παράγοντας στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης.

Τα χαμηλά επίπεδα προγεστερόνης μπορούν να προκαλέσουν βαριές και ακανόνιστες εμμηνορροϊκές περιόδους και προβλήματα γονιμότητας. Εάν τα επίπεδα προγεστερόνης πέσουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να προκληθεί πρόωρος τοκετός ή αποβολή. Η υπερβολική ποσότητα προγεστερόνης μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού.

  1. Τεστοστερόνη

Η τεστοστερόνη είναι ένα από τα κύρια ανδρογόνα που υπάρχουν στο σώμα. Τα ανδρογόνα είναι τύποι ορμονών που σχετίζονται με την ανδρική αναπαραγωγή. Ωστόσο, οι γυναίκες παράγουν τεστοστερόνη και άλλα ανδρογόνα στις ωοθήκες, τα επινεφρίδια και τα λιποκύτταρα. Αυτή η ορμόνη συμβάλλει στη σεξουαλική ορμή, την κατανομή λίπους, τη μυϊκή δύναμη, την οστική μάζα και την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων – τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.

Οι γυναίκες που έχουν υπερβολική τεστοστερόνη μπορεί να έχουν αραιά μαλλιά στο κεφάλι τους, υπερβολική τριχοφυΐα στο σώμα, τρίχες στο πρόσωπο, ακμή, περισσότερο σωματικό λίπος, χαμηλή λίμπιντο και μικρότερο στήθος. Η υψηλή τεστοστερόνη μπορεί επίσης να προκαλέσει ακανόνιστες περιόδους και να συμβάλει σε προβλήματα γονιμότητας.

  1. Ινσουλίνη

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας. Έχει πολλές λειτουργίες, αλλά η κύρια ευθύνη της είναι να μετατρέπει τη γλυκόζη (ζάχαρη) στις τροφές σε μια μορφή που το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει για ενέργεια. Η ινσουλίνη βοηθά στη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.

Όταν το σώμα δεν μπορεί να παράγει ή να επεξεργαστεί σωστά την ινσουλίνη, μπορεί να οδηγήσει σε αντίσταση στην ινσουλίνη, προδιαβήτη ή διαβήτη. Εκτιμάται ότι ένα όχι αμελητέο ποσοστό των εγκύων επηρεάζονται από διαβήτη κύησης κάθε χρόνο. Αυτό μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία του μωρού και της μητέρας και η εγκυμοσύνη μπορεί να θεωρηθεί υψηλού κινδύνου.

5.Θυρεοειδικές ορμόνες

Οι θυρεοειδικές ορμόνες παράγονται στον θυρεοειδή αδένα. Εκτελούν μια ποικιλία από κρίσιμες εργασίες στο σώμα. Μία από τις μεγαλύτερες ευθύνες της θυρεοειδικής ορμόνης είναι η ρύθμιση του μεταβολισμού. Μια ανισορροπία των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να συνδεθεί με μια σοβαρή πάθηση όπως η νόσος του Graves ή η νόσος του Hashimoto, η οποία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα με τη διαχείριση του βάρους και τα επίπεδα ενέργειας.

Ο γυναικείος οργανισμός εξαρτάται από τις ορμόνες σε όλη τη φάση της εξέλιξής του:

Εφηβεία: Στην εφηβεία συμβαίνει αλλαγή των ορμονών με την εμμηναρχή. Πρωτοπαθής αμηνόρροια είναι η απουσία εμμηναρχής στην ηλικία των 16 ετών, παρόλο που υπάρχουν φυσιολογικά δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου και φυσιολογική ανάπτυξη.

Επειδή έχει κατέβει το όριο που εμφανίζεται η εμμηναρχή στα κορίτσια, υπάρχει και η άποψη ότι μετά την ηλικία των 13, εάν ένα κορίτσι δεν έχει περίοδο και δευτερογενή χαρακτηριστικά, πρέπει να αρχίσει ο έλεγχος για πρωτοπαθή αμηνόρροια.

Οι κοπέλες μπορεί να έχουν καθυστέρηση στην έναρξη της εμμήνου ρύσεως που μπορεί να οφείλεται σε προβλήματα ανατομικά (μήτρας και ωοθηκών), σε ανωριμότητα του υποφυσιακού άξονα, σε υπερέκκριση προλακτίνης και σε προβλήματα λειτουργίας των ωοθηκών.

Η εμφάνιση ακμής σχετίζεται με υπερέκκριση ανδρογόνων και μπορεί να υποκρύπτει συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων. Ο σταθερός κύκλος υποδηλώνει φυσιολογική ισορροπία μεταξύ οιστρογόνων και προγεστερόνης και είναι ένδειξη φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού.

Ανωμαλίες κύκλου: Οι ανωμαλίες του κύκλου χρειάζονται ορμονικό έλεγχο για υπερέκκριση προλακτίνης, αποκλεισμό του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών και για υπερλειτουργία ή υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.

Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών: Οι ασθενείς παρουσιάζουν ανωμαλίες κύκλου, ολιγο- ή ανωορρηξία, υπερανδρογοναιμία, που εμφανίζεται με έντονη τριχοφυΐα και εικόνα πολυκυστικών ωοθηκών στο υπερηχογράφημα.

Η αύξηση της ελεύθερης τεστοστερόνης στο αίμα αποτελεί ευαίσθητο κριτήριο για την επιβεβαίωση της υπερανδρογοναιμίας. Οι ασθενείς, παρόλο που είναι λεπτές, πολλές φορές παρουσιάζουν υπερινσουλιναιμία και χρειάζεται να υποβληθούν σε καμπύλη γλυκόζης, γιατί μπορεί να έχουν προδιάθεση σε σακχαρώδη διαβήτη.

Εγκυμοσύνη: Στην εγκυμοσύνη ο θυρεοειδής αδένας χρειάζεται παρακολούθηση και ρύθμιση της λειτουργίας του. Η διατήρηση των θυρεοειδικών ορμονών σε φυσιολογικά επίπεδα συμβάλλει στην ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης και σε υγιή μωρά.

Γυναίκες με υποθυρεοειδισμό χρειάζονται αύξηση της δόσης θυροξίνης, γιατί το έμβρυο δεν έχει θυρεοειδή το πρώτο τρίμηνο και οι ανάγκες του οργανισμού της εγκύου είναι αυξημένες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στην εγκυμοσύνη μπορεί να εμφανιστεί σακχαρώδης διαβήτης, ο οποίος στις περισσότερες γυναίκες ρυθμίζεται με σωστή διατροφή, χωρίς να αποφεύγονται οι υδατάνθρακες, αλλά να καταναλώνονται σε σωστή αναλογία.

Εάν ο διαβήτης δε ρυθμίζεται μόνο με διατροφή, τότε χρειάζεται θεραπεία με ινσουλίνη.

Εμμηνόπαυση: Η εμμηνόπαυση είναι δύσκολη περίοδος για τη γυναίκα γιατί οι ορμονικές αλλαγές και η πτώση των οιστρογόνων σχετίζονται με τις εξάψεις, τη δυσκολία στη συγκέντρωση και με συναισθηματικές αλλαγές.

Για τις γυναίκες που δεν μπορούν να αντέξουν τα συμπτώματα αυτά, και μόνο γι’ αυτές, προτείνουμε μικρής διάρκειας ορμονοθεραπεία. Το ενδεχόμενο έστω και της βραχείας ορμονοθεραπείας πρέπει να αποκλειστεί σε γυναίκες που έχουν ιστορικό καρκίνου του στήθους, στεφανιαίας νόσου, προηγούμενου θρομβοεμβολικού επεισοδίου ή εγκεφαλικού ή σε ασθενείς που είναι σε κίνδυνο για τις παραπάνω επιπλοκές.

Επίσης, ορμονική θεραπεία μετά την εμμηνόπαυση δεν είναι πρώτης επιλογής θεραπεία για την οστεοπόρωση. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι οι γυναίκες πρέπει να αποφεύγουν την ορμονική υποκατάσταση και τα οιστρογόνα χρειάζεται να δίνονται το συντομότερο χρονικό διάστημα και στη μικρότερη δόση, γιατί, εκτός των άλλων, η χρήση ορμονών μετά την εμμηνόπαυση σχετίζεται με αύξηση καρδιαγγειακών και εγκεφαλικών επιπλοκών.

Οστεοπόρωση: Η εμμηνόπαυση, λόγω έλλειψης οιστρογόνων που βοηθούν στη διατήρηση των οστών, οδηγεί σε οστεοπόρωση. Οι γυναίκες χρειάζεται να κάνουν μέτρηση οστικής μάζας και μετά τα 60 να ελέγχουν το ισχίο, αντί για τη σπονδυλική στήλη, λόγω της εμφάνισης οστεοφύτων.

Απαιτείται έλεγχος της βιταμίνης D, καθώς χαμηλά επίπεδα σχετίζονται με οστεοπόρωση. Μετά τα 50, για τη διατήρηση της οστικής μάζας, όλες οι γυναίκες χρειάζονται 1.200 mg ασβεστίου και 800 ΙU βιταμίνης D ημερησίως.

**Γράφει η Σοφία Βαλομάνδρα (Βοηθός Φαρμακοποιού)

Μοιραστείτε το: